Δευτέρα, 17 Οκτωβρίου 2016 12:33

Ο Ευγένιος ντε Ζιλά, η Πύλος και το ζεϊμπέκικο του Ανδρέα

Νίκος Μαυροειδής, Ελένη Κοφτερού, Ηλίας Μπιτσάνης, Ευγένιος ντε Ζιλά Νίκος Μαυροειδής, Ελένη Κοφτερού, Ηλίας Μπιτσάνης, Ευγένιος ντε Ζιλά

Της Μαρίας Νίκα 
Ένα ζευγάρι Γάλλων εκπαιδευτικών εγκαταλείπει τις δουλειές του, πουλάει το σπίτι και τα έπιπλά του, αφήνει τη χώρα του και αποφασίζει να ζήσει σε σκάφος ταξιδεύοντας στη θάλασσα. Αυτή την απίθανη εμπειρία του κατέγραψε ο Ευγένιος ντε Ζιλά στο βιβλίο «Να ζεις σε καράβι», που κυκλοφόρησε μεταφρασμένο σε δεύτερη έκδοση από τις «Θίνες», και την περασμένη Παρασκευή παρουσιάστηκε στο «Καφέ Σινέ», με πρωτοβουλία του Ναυτικού Αθλητικού Συλλόγου Καλαμάτας "ΑΙΟΛΟΣ". Στο επίκεντρο η πορεία του ίδιου και της γυναίκας του, από τη Μασσαλία μέχρι την Πύλο, με ενδιάμεσους σταθμούς σε ολόκληρη τη Μεσόγειο…

«Έρχεται κάποια ημέρα στη ζωή που έρχονται τα πάνω κάτω…» ξεκινά την ιστορία του στο βιβλίο ο καθηγητής Φιλοσοφίας και καπετάνιος του σκάφους «Κεργκουλέν», εξηγώντας γιατί στα 51 του χρόνια (το 1989) αφήνει την αστική «πολιτισμένη» ζωή, την καταναλωτική κοινωνία, τις επιφανειακές ανθρώπινες σχέσεις, το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα που - αν και φημισμένο - τον έχει απογοητεύσει.

Στο βιβλίο του δε μιλά μόνο για την ελευθερία, την απλότητα, τη μαγεία της ζωής στη θάλασσα αλλά καταγράφει και τις δυσκολίες, την κούραση, τις περιπέτειες, τους κινδύνους, σε μια αφήγηση άμεση, ζωντανή και συναρπαστική. Μια γεύση από το βιβλίο έδωσαν στην εκδήλωση της Καλαμάτας ο δημοσιογράφος Ηλίας Μπιτσάνης, ο ιστιοπλόος Νίκος Μαυροειδής, ο ίδιος ο Ευγένιος ντε Ζιλά και η ποιήτρια Ελένη Κοφτερού, η οποία μίλησε για ένα έργο «που υπερασπίζεται τις ουτοπίες, σε μια εποχή που όλοι μιλούν για το γκρέμισμά τους».

Ανδρέας 
Ιδιαίτερη ήταν η αναφορά στη διαμονή του συγγραφέα στην Πύλο, όπου ανέπτυξε σχέσεις με ανθρώπους της περιοχής. Μια βαθιά φιλία γεννήθηκε ανάμεσα σε ΄κείνον και στον Ανδρέα Ψιλόλιγνο, άνθρωπο της θάλασσας που τον μύησε ακόμη περισσότερο στη ναυτοσύνη. Σε αυτόν έχει αφιερώσει το βιβλίο του, παρομοιάζοντάς τον με ήρωα του Καζαντζάκη. Στο κεφάλαιο με τίτλο «Ανδρέας», περιγράφει το ζεϊμπέκικο που χόρεψε ένα βράδυ ο άνδρας με το μούσι και τα πράσινα μάτια, σε κάποιο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης της Πύλου, όπου βρέθηκαν παρέα (o χώρος δεν ήταν του γούστου του καθηγητή, ωστόσο πήγε μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε ο φίλος του):

«…Εκτείνει τα χέρια του, κλίνει προς τα πίσω το κεφάλι, μισοκλείνει τα μάτια, με όλο του το στήθος τραγουδάει το τραγούδι και χορεύει με όλο του το κορμί. Χωρίς βάρβαρους εντυπωσιασμούς, χωρίς ακροβατισμούς, χωρίς πηδήματα, χωρίς χτύπημα του εδάφους με τις φτέρνες, χωρίς στροφές που κόβουν την ανάσα. Αλλά όλο το σώμα του κινείται σε μικρές διατάσεις σύμφωνα με το ρυθμό. Τα πόδια του αγγίζουν το έδαφος ακριβώς την ίδια στιγμή που το ξυλάκι αγγίζει τη μεμβράνη του ταμπούρλου, που το πλήκτρο του μπουζουκιού αγγίζει τη χορδή. Όλες οι κινήσεις του βγάζουν κάτι από την καρδιά, ο θεός που είναι κλεισμένος στην ψυχή, θέλει να πεταχτεί από τα μάτια…
Παρακολουθώντας τον χορό, πετάω όλα τα λουλούδια στα πόδια του…
Ένας μισοφαλακρός φίλος θέλει να πετάξει το τραπέζι μας στην πίστα. Μαζί με τον γκαραζιέρη κρατάμε το τραπέζι με όλη μας τη δύναμη…
Ο χορός του Ανδρέα έφερε στο μυαλό μου το συρτάκι του Άντονυ Κουήν στο έργο του Κακογιάννη Ζορμπάς ο Έλληνας…
Και σκέφτομαι, ότι ο Ζορμπάς υπάρχει, όχι μόνο στο μυθιστόρημα, αλλά επίσης εδώ στην Πύλο όπου τον γνώρισα».

 

Ακολουθούν φωτογραφίες