Τετάρτη, 11 Νοεμβρίου 2020 09:37

Η κυρά Μαρία έμοιαζε καράβι ακυβέρνητο

Η κυρά Μαρία έμοιαζε καράβι ακυβέρνητο

Χρονογράφημα του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
      Παρακάμπτω τα << πόθεν >> που έχουμε σαν άνθρωποι για να αναφερθώ στα << έσχες >> της ψυχής μας.  Ανάγκη αδήριτη. Γιατί η κυρά Μαρία όταν μου έλεγε την ιστορία, έμοιαζε καράβι ακυβέρνητο δίχως φώτα, στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.

    << Την έχασα τη γιατρίνα. Για την κόρη μου σου λέω.  Στα πενηνταοχτώ της έφυγε! Τη θέρισε ο καρκίνος. Άσε μωρή, τα σφαρδάκλια, της έλεγα όταν ήταν μικρή και διάβασε να μπεις στο πανεπιστήμιο, μου θέλεις και γιατρική πανάθεμα σε, χάθηκε να γίνεις μαμή, να κάνεις πέρα τα πτυχία, να ξεγεννάς αράδα παιδόπουλα και να ‘χεις σωρό το χρήμα.

    --- Γιατί ρε μάνα μου μιλάς έτσι; Μου έλεγε και με φιλούσε.

   --- Γιατί  όξινος και ξερός!

   --- Το ‘μαθα το ρέζους…

   --- Δε φτάνει. Διάβασε και για την καρδιά να ξεστραβωθείς. Τι ξέρεις γι’ αυτή;

   --- Κουράστηκα! Οι λυχνίες του μυαλού μου δεν ανάβουν άλλο!

  --- Ου να χαθείς αχαϊρευτη, την απόπαιρνα, σερνίκωσες μωρή κι όλο με τα αγόρια γυρνάς. Κράτει τη θηλυκάδα σου, μαζώξου, διάβασε μη σε θάψω άψαλτη! 

       Έφευγε. Κλεινόταν με δυο γειτονόπουλα στη μικρή σοφίτα και ροκανάγανε το Μαρξ με τα εξώφυλλα. Ύστερα ερχόταν με τις σημειώσεις της και μου έκανε μάθημα πολιτικής ιστορίας.

        Γαμψόνυχας κόρακας όμως η αρρώστια έπεσε πάνω της και μου την πήρε. Όσο έκραζε άγρια γύρω της αυτή το μυαλό της στον άνθρωπο. Και στο νοσοκομείο που δούλευε, ξενύχταγε  με τους ασθενείς της. Για όλους τους ανθρώπους ήθελε το αυτονόητο να χαμογελούν. Τους ήθελε όλους να ξυπνούν φρεσκαρούδες το πρωί, να πίνουν τον καφέ τους, στη δουλειά τους να πηγαίνουν, χωρίς νεύρα τσατάλια και τη μαυρίλα στην ψυχή τους >>.

     Άφησε την αφήγηση, έπιασε το τραγούδι: << Συγνέφιασε στον Παρνασσό, βρέχει στα καμποχώρια και συ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα;  Πάω για αθάνατο νερό, για αθάνατο βοτάνι, να στείλω στην αγάπη μου, ποτέ να μην πεθάνει… >>

    Προτού τουμπάρει κι άλλο  στις πίσω σελίδες της μνήμης, σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και γύρισε περιέργως θάλποντας με απολλώνιο φως, χωρίς να είναι ανταριασμένη. Άφησε το δίσκο στο τραπέζι, λέγοντάς μου: << Μετά το αιφνίδιο μπουρίνι που με έπιασε να ξομολογηθώ, νιώθω καλύτερα. Ας πιούμε λίγη μέντα να ξεχάσουμε τη σκοτεινή διαδρομή μας >>. Και με δροσιστική επέλαση τη ματιά της από πάνω μου με παρακίνησε να πάρω το ποτήρι.  

 

      ellinikoxronografima.blogspot.gr