Τις Κυριακές οι Μύλοι ήταν το «στέκι» μας. Τι ωραία τα καλοκαιρινά μεσημέρια κάτω από τον παχύ ίσκιο των δέντρων. Με το σώμα αλατισμένο από τη θάλασσα, να απλώνεις την ψάθα πάνω στο χώμα και τις ξερές πευκοβελόνες και να απολαμβάνεις. Αυτή ήταν δροσιά.
Οι μεγάλοι έστρωναν κουρελούδες. Μετά το μπάνιο έβγαζαν τα ταπεράκια με τα τυριά, τα παξιμάδια, τις ντομάτες και τα κεφτεδάκια. Κανονικό γεύμα. Ακολουθούσε σιέστα κάτω απ’ τα πεύκα. Όσοι δεν κοιμόντουσαν έφτιαχναν φραπέ στο σέικερ (δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη τα μιξεράκια) κι έπιαναν την κουβέντα.
Τα παιδιά σβούρες. Όλη μέρα στο πόδι. Κολύμπι, βουτιές και παιχνίδι μέχρι τελικής πτώσης!
- Βγες παιδί μου από το νερό, έχουν μουλιάσει τα χέρια σου!
- Τώρα βγαίνω, όλο λέγαμε εμείς, αλλά δε βγαίναμε σχεδόν ποτέ.
Κι όταν δεν μας έβγαζαν σηκωτούς, βγαίναμε μόνοι μας για φαγητό. Και ύστερα να θες να ξαναβουτήξεις και να μη σε αφήνουν γιατί είχες φάει. Μαρτύριο. Να βλέπεις τη θάλασσα και να μη μπορείς να την απολαύσεις… Όλ’ αυτά πριν έρθει η ανάπτυξη.
Χθες πήγαμε για μπάνιο στην ίδια περιοχή. Όχι στα μαγαζιά με τις κατασκευές και τις ξαπλώστρες που φτάνουν μέχρι το νερό. Στη δυτική πλευρά. Εκεί που έχει απομείνει ακόμη ελεύθερος χώρος με μερικά σκοίνα και αρμυρίκια.
Η παραλία που πήγαινα παιδί δεν υπάρχει. Ελάχιστα πεύκα έχουν γλιτώσει κι αυτά ασφυκτιούν ανάμεσα σε τόσες κατασκευές. Στην ανάπτυξη οι άνθρωποι «δροσίζονται» κάτω από τις τέντες. Κι όταν περνάς από το δρόμο δε βλέπεις τη θάλασσα, αλλά κτίσματα από τσιμέντο, τούβλα, σίδερα, τζαμαρίες και κάγκελα. Τα παιδιά δεν πιάνουν χώμα και πευκοβελόνες, δεν παίζουν πάνω στα βότσαλα, αλλά πάνω σε τσιμεντένιες πλάκες και πλαστικές ξαπλώστρες. Ούτε μπορούν να τρέξουν, γιατί δεν υπάρχει πια χώρος.