Συνέντευξη στη Μαρία Νίκα
Πώς αποφασίσατε να εκδώσετε;
Τα τελευταία χρόνια είχαν μαζευτεί αρκετά διηγήματα στο συρτάρι μου, αλλά ομολογώ ότι δυσκολευόμουν να πάρω την απόφαση να τα εκδώσω γιατί ήταν μια έκθεση και τη φοβόμουν. Το αποφάσισα μετά από παρότρυνση και πίεση κάποιων φίλων με τους οποίους μοιράζομαι την αγάπη για τη γραφή.
Μεγαλώσατε στη Χρυσοκελλαριά;
Ναι, εκεί έζησα μέχρι τα 18 και αφού σπούδασα επέστρεψα στο χωριό όπου έζησα άλλα πέντε - έξι χρόνια.
Οι ιστορίες σας είναι αληθινές;
Σχεδόν καμία δεν είναι εντελώς φανταστική ή εντελώς πραγματική. Δεν έχουν συμβεί όπως ακριβώς είναι γραμμένες στο βιβλίο. Έχουν όμως κάποιον πυρήνα αλήθειας ή αποτελούνται από στιγμιότυπα πραγματικής ζωής. Τις καταστάσεις που περιγράφω είτε μου τις αφηγήθηκαν είτε ένιωσα τον απόηχό τους στις αρχές του ΄70 και απλώς προσπάθησα να τις καταγράψω με τον δικό μου τρόπο.
Κάθε διήγημα είναι αφιερωμένο σε ένα πρόσωπο…
Μερικά είναι στη μνήμη κάποιων ανθρώπων, γιατί πρόκειται για την προσωπική τους ιστορία ή για ένα περιστατικό από τη ζωή τους. Τα υπόλοιπα είναι αφιερωμένα σε ζώντες συγγενείς, συναδέλφους ή φίλους μου είτε γιατί τους άρεσε η συγκεκριμένη ιστορία είτε γιατί εγώ βρήκα μέσα σ’ αυτή κάποια στοιχεία του χαρακτήρα τους.
Με το βιβλίο σας τιμάτε τους απλούς ανθρώπους του χωριού που έζησαν σε δύσκολες εποχές;
Θέλησα να καταγράψω τις αντίξοες καταστάσεις και τον αγώνα που έκαναν άνθρωποι οι οποίοι είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε μια φτωχή περιοχή, που με ένα χωράφι έπρεπε να μεγαλώσουν πέντε κι έξι παιδιά, χωρίς τίποτ’ άλλο. Άνθρωποι του μεροκάματου που έφευγαν τα χαράματα για το χωράφι ως και δέκα χιλιόμετρα μακριά με τα ζωντανά τους για να επιστρέψουν το βράδυ. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν έμπνευση για μένα και είμαι ευτυχής που τους γνώρισα. Με ελάχιστα μέσα, με εργατικότητα, υπομονή και αξιοπρέπεια κόντρα στις αντιξοότητες έδιναν έναν καθημερινό αγώνα επιβίωσης για να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα πιάτο φαΐ κι ένα καλύτερο μέλλον. Χωρίς να το ξέρουν, ενώ πάλευαν για το καθημερινό τους, στην ουσία στήριζαν την οικονομία της Ελλάδας, που ήταν κυρίως αγροτική. Με τα λάδια, τις σταφίδες τους, τα αγροτικά προϊόντα, έχτιζαν μια ολόκληρη πατρίδα που είχε βγει από τον πόλεμο και τον εμφύλιο.
Το βιβλίο παρουσιάζει επίσης προσωπικές στιγμές των ανθρώπων. Το πώς ερωτεύονταν, το πώς τσακώνονταν…
Προσπάθησα να διεισδύσω και στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων, να φανταστώ ποιες ευαισθησίες κρύβονται κάτω από το τραχύ δέρμα των αγροτών, να ψηλαφίσω τη σκοτεινή πλευρά των γυναικών, την πρόωρα χαμένη αθωότητα των παιδιών. Την πάλη με τον κοινωνικό περίγυρο, την εσωτερική πάλη.
Γράφατε από παλιά; Από τότε στη Χρυσοκελλαριά;
Ίσως από τότε να έγραφα.
Υπήρχαν ερεθίσματα στο χωριό;
Επειδή ακριβώς δεν υπήρχαν τα αντίστοιχα εξωτερικά ερεθίσματα που έχει ένα παιδί σήμερα, έπρεπε να στραφώ μέσα μου και να γράψω. Μετά με τις σπουδές σταμάτησα. Αυτό που πυροδότησε ξανά την ανάγκη της γραφής ήταν ο θάνατος κάποιων δικών μου ανθρώπων πριν από μερικά χρόνια. Σκεφτόμουν ότι είχα αναμνήσεις που πρέπει να μείνουν. Ήθελα να καταγράψω όχι μόνο τις ιστορίες ή ένα συμβάν της ζωής τους, αλλά και λέξεις τους που σιγά σιγά εξαφανίζονταν. Όμως ξεκίνησα να γράφω συστηματικά από τότε που πήγα στο εργαστήριο δημιουργικής γραφής της Χαράς Νικολακοπούλου. Σιγά σιγά μου έγινε ανάγκη. Ίσως να μην τα έγραψα εγώ αυτά. Υπήρχαν κρυμμένα και κάποια στιγμή ξεχείλισαν από μέσα μου.
Οι συντοπίτες σας ξέρουν ότι γράψατε αυτό το βιβλίο;
Το ξέρουν μόνο οι πολύ κοντινοί. Κάποιοι βέβαια από την περιοχή το έχουν διαβάσει κι αυτό που τους συγκινεί περισσότερο είναι η γλώσσα. Οι ιστορίες διαδραματίζονται στην περιοχή της Πυλίας, επειδή τυχαίνει να έχω γεννηθεί εκεί, αλλά δεν απευθύνονται μόνο στους συντοπίτες μου. Εύχομαι το βιβλίο να φτάσει στα χέρια και στις καρδιές όσων το έχουν ανάγκη.
Η Φωτεινή Βασιλοπούλου σπούδασε Αγγλική και Ελληνική Φιλολογία. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση Μεσσηνίας.
*Ακολουθεί φωτο με το εξώφυλλο του βιβλίου