Παρασκευή, 06 Ιουλίου 2012 01:50

Η όπερα Μποέμ στην Αρχαία Μεσσήνη

Η όπερα Μποέμ στην Αρχαία Μεσσήνη

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ - ΣΑΒΒΑΤΟ
Ιστορικές βραδιές η αποψινή και η αυριανή για την Αρχαία Μεσσήνη, που για πρώτη φορά θα φιλοξενήσει όπερα, τη «Μποέμ» του Πουτσίνι, την οποία παρουσιάζει η «Όπερα της Βαλίτσας» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Με αυτές τις δύο παραστάσεις η Αρχαία Μεσσήνη αναδεικνύεται σε χώρο παρουσίασης υψηλού επιπέδου εκδηλώσεων, πανελληνίου ενδιαφέροντος.

Είναι μια εξαιρετικά σημαντική πρωτοβουλία του Δήμου Μεσσήνης, του Σωματείου «Διάζωμα» και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η παράσταση θα δοθεί στο Εκκλησιαστήριο και θα ξεκινήσει στις εννέα το βράδυ. Εισιτήρια πωλούνται στο ΚΕΠ του Δήμου Μεσσήνης και στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας, με 10 ευρώ.
Ο Δήμος Μεσσήνης έχει φροντίσει και για τη δωρεάν μετακίνηση των θεατών, με λεωφορείο που θα αναχωρήσει από την κεντρική πλατεία της Μεσσήνης στις 7.30 το απόγευμα.
Η σκηνοθεσία της παράστασης είναι του Ισίδωρου Σιδέρη, τα σκηνικά-κοστούμια του Γιάννη Κατρανίτσα, η χορογραφία του Διονύση Τσαφταρίδη και οι φωτισμοί του Νίκου Εργαζάκη.
Οι ερμηνευτές είναι: Ροντόλφο Γιάννης Χριστόπουλος, Μιμή Έλενα Κελεσίδη, Μαρτσέλλο Χάρης Ανδριανός, Μουζέττα Δέσποινα Σκαρλάτου (6/7) - Μαρία Κόκκα (7/7), Σωνάρ Ζαφείρης Κουτελιέρης, Κολλίνε Κώστας Ντότσικας, Αλτσιντόρο Χρήστος Αμβράζης, Έρωτας - Θάνατος Διονύσης Τσαφταρίδης.

ΥΠΟΘΕΣΗ
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα «Κελαηδίσματα», η γαλλική λέξη μποέμ [boheme] είναι καταγωγική: σημαίνει αυτός που προέρχεται από τη Βοημία. Με τον καιρό όμως ταυτίστηκε με τους τσιγγάνους της Βοημίας, καταλήγοντας έτσι συνώνυμο αυτού που κάνει μια ανέμελη ζωή.
Η ομώνυμη όπερα του Πουτσίνι αναφέρεται σε μια παρέα τέτοιων νέων ανθρώπων. Το έργο ξεκινά διαδραματιζόμενο σε μια σοφίτα με έναν έρωτα και τελειώνει στην ίδια αυτή φτωχική σοφίτα με ένα θάνατο. Στο μεσοδιάστημα η δράση θα βγει έξω στους δρόμους, όμως οι τέσσερις τοίχοι θα συνεχίσουν να αποτελούν το μόνο σταθερό σκηνικό πλαίσιο του έργου. Ο θάνατος που σφραγίζει το έργο θα υπογραμμίζει (ανάλογα με τις «αναγνώσεις» που του έχουν γίνει) είτε το αδιέξοδο της σοβαροφανούς, βλοσυρής, στερημένης ζωής, που είναι στον αντίποδα της μποέμικης στάσης, είτε θα τονίζει πως ακόμα και στην πιο ανέφελη πρόθεση ενυπάρχει η ματαίωση της.
Το έργο δεν χαρακτηρίζεται ούτε από έντονη δράση [Τόσκα], ούτε από εξωτικά στοιχεία πολιτισμού σαν και αυτά που έχει δώσει ο Πουτσίνι σε άλλα έργα του [π.χ. Μαντάμ Μπάτερφλάι]. Συγκινεί ωστόσο, γιατί δυο πλάσματα, ο ποιητής Ροντόλφο και η άρρωστη ράφτρα Μιμή θα σμίξουν, θα χωρίσουν, θα ξανασμίξουν και θα ξαναχωρίσουν, οριστικά πια με το θάνατο της Μιμής, για λόγους τόσο εξωγενείς (αρρώστια, θάνατος) όσο και καθαρά δικούς τους (ο χαρακτήρας του Ροντόλφο), παραμένοντας εν τέλει δυο άνθρωποι αδύναμοι και νικημένοι.