Το πρωί, στο Νεκροταφείο της Καλαμάτας, τελέστηκε το μνημόσυνο για τους εκτελεσθέντες πατριώτες, με μικρή δυστυχώς συμμετοχή κόσμου, αλλά με έντονα συναισθήματα συγκίνησης, όπως και οργής, από τους συγγενείς των νεκρών.
«Πατέρα, θέλω να σε ρωτήσω και να σου πω ότι και τώρα βρισκόμαστε σε κατοχή, και αυτή είναι Γερμανική πάλι. Κατοχή οικονομική, πάλι με δωσίλογους, πάλι με ταγματασφαλίτες. Και δεν ξέρω πως να αντισταθώ. Στην πολεμική κατοχή ήξερες, και αντιστάθηκες βγαίνοντας στο βουνό. Τον οικονομικό πόλεμο πως να τον αντέξω;», είπε ο Γιώργος Τσινόρεμας, απευθυνόμενος στο νεκρό πατέρα του.
Έντονα φορτισμένη ήταν και η Πότα Κακκαβά, που φώναξε μιλώντας στο κενοτάφιο: «Εμείς δεν σας ξεχάσαμε ποτέ, είμαστε δίπλα σας. Σας ξέχασε το ελληνικό κράτος από την ώρα που απελευθερωθήκαμε. Κανείς δε ζήτησε το δίκιο σας, κανείς την αποζημίωσή σας, κανείς τίποτα δεν είπε για εσάς». Κατήγγειλε, μάλιστα, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά και όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, για την άρνηση δικαίωσης των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου.
Για το ίδιο θέμα, ο Παναγιώτης Μπασδάνης χαρακτήρισε την 3η του Φλεβάρη 2012 αποφράδα ημέρα, όπως και την ημέρα της εκτέλεσης των πατριωτών, γιατί τότε αποφάνθηκε το Δικαστήριο της Χάγης ότι «μπορείς να σκοτώνεις γυναίκες, γέρους, παιδιά, μπορείς να βιάζεις γυναίκες, αρκεί να είσαι Γερμανός». Μίλησε δε για «πολιτικές ηγεσίες ξεπουλημένες στα ξένα συμφέροντα» και πρότεινε «οι μιζαδόροι πολιτικοί και πουλημένοι, από εδώ και στο εξής να φοράνε φούστες, γιατί παντελόνια φοράει η αρχηγός τους, η Μέρκελ».
Σημειώνεται, ότι για άλλη μια φορά, τέθηκε το αίτημα της κατασκευής μνημείου για τους εκτελεσμένους, στο χώρο όπου εκτελέστηκαν, στο παλιό στρατόπεδο. Είπε ο Γιώργος Τσινόρεμας: «Φτιάξτε ένα μνημείο πεσόντων στο χώρο του στρατοπέδου. Φτιάξτε κάτι. Φτιάξατε κατοικίες, γήπεδο, φοιτητική εστία, καταστήματα πάνω στο αίμα των νεκρών. Φτιάξτε κάτι, να μας βλέπουν οι πεσόντες πάνω από το χώμα και όχι από κάτω».
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η Πότα Κακκαβά, παρουσίασε το ιστορικό της εκτέλεσης των πατριωτών, σημειώνοντας: «6 Φλεβάρη 1944, ημέρα Σαββάτο: Οι πράκτορες των Γερμανών, μαζί με αυτούς, καθ’ υπόδειξη, συνέλαβαν στην Αγορά 1.800 άτομα. Τους μετέφεραν στο Σύνταγμα, τους κράτησαν, και μετά από λίγο έβγαλαν ορισμένους. 8 του μήνα, ξημερώματα Δευτέρα: Οι κλαγγές των όπλων των Γερμανών ακούγονταν όλη τη νύχτα και πήγαιναν και ερχόνταστε τα καμιόνια. Το πρωί της Δευτέρας, πήγαμε στην κάτω πύλη να δώσουμε πράγματα για τους ανθρώπους μας. Μας είπαν να φύγουμε, γιατί τους έστειλαν εργάτες στη Γερμανία. Την ώρα εκείνη, εμείς είδαμε το αίμα κάτω στο δρόμο. Φύγαμε όλοι, ακολουθήσαμε τα αίματα, φτάσαμε μέχρι ένα σημείο κοντά στο λιμάνι. Εκεί σταμάτησαν τα ίχνη. Καταλάβαμε ότι όλοι οι δικοί μας είχαν εκτελεστεί. Γυρίσαμε πάλι στο σημείο του στρατοπέδου και ρωτήσαμε σε ορισμένα σπίτια τι είδαν. Μας είπαν ότι όλη τη νύχτα χτυπούσαν τα πολυβόλα. Το 1945 ήρθε η Επιτροπή, πήγαμε να κάνουμε την εκταφή. Κατά κύριο λόγο, στην Επιτροπή ήταν Άγγλοι και μερικοί Εβραίοι, που ήθελαν να παρουσιάσουν τον αριθμό των εκτελεσμένων. Αυτοί ήθελαν να δώσουν τον αριθμό, και εμείς τον κρύβαμε για να μην πληρώσει η Γερμανία. Μέτρησε η Επιτροπή και ακούστηκε ένα θλιβερό νούμερο νεκρών: 520. Δεν τολμήσαμε ούτε τα ονόματα των σκοτωμένων μας να δώσουμε. Δημιούργησαν τον Εμφύλιο. Λένε ότι, όταν αναφέρεσαι στο παρελθόν, αναμοχλεύεις μίση και πάθη. Τα μίση και τα πάθη τα φοβούνται αυτοί που τα έπραξαν, γιατί η πραγματικότητα λέει ότι οι προδότες τα έπραξαν αυτά. Και οι προδότες έγιναν πατριώτες, ενώ οι πατριώτες έγιναν προδότες και φυλακιστήκαμε, εξοριστήκαμε, βασανιστήκαμε. Δεν τολμούσαμε να δώσουμε τα ονόματα των νεκρών, γιατί οι άνθρωποι έπρεπε να σβήσουν. Θα σας παρακαλέσω να υπερασπίσετε την Ελλάδα και να ζητήσετε συγνώμη από τους νεκρούς».
Σταύρος Μαρτίνος